- γομφόδετος
- -ον (Α)αυτός που είναι συναρμολογημένος με καρφιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < γόμφος + -δετος < δέω «δένω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γομφοδέτῳ — γομφόδετος nail bound masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)